- ονειδιστής
- ὀνειδιστής, ὁ (Α) [ονειδίζω]αυτός που επιπλήττει ή κατηγορεί κάποιον για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀνειδιστής — one who reproaches with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστήν — ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδιστάς — ὀνειδιστά̱ς , ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc pl ὀνειδιστά̱ς , ὀνειδιστής one who reproaches with masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδιστικός — ή, ό (Α ὀνειδιστικός, ἡ, όν) [ονειδιστής] προσβλητικός, υβριστικός, χλευαστικός. επίρρ... ονειδιστικώς και ά (Α ὀνειδιστικῶς) με ονειδιστικό τρόπο, υβριστικώς, ταπεινωτικώς … Dictionary of Greek
ὀνειδιστέα — ὀνειδιστέος neut nom/voc/acc pl ὀνειδιστής one who reproaches with masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)